ταβερνόβιος

ταβερνόβιος
-α, -ο
αυτός που ζει, περνά τον καιρό του στις ταβέρνες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ταβερνόβιος — α, ο, Ν αυτός που συχνάζει σε ταβέρνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταβέρνα + βίος (πρβλ. καφενό βίος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”